υαλοεις

υαλοεις
    ὑαλόεις
    ὑᾰλόεις
    -όεσσα -όεν (ῡ!) прозрачный как стекло, перен. нежный
    

(παρειή Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υαλοεις" в других словарях:

  • υαλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ὑαλόεσσα — ὑαλόεις glass coloured fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»